- αλωνιάτικα
- τα плата за обмолот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλωνιάτικο, το — και συνήθ. στον πληθ., αλωνιάτικα η αμοιβή των αλωνιστών: Τα αλωνιάτικα τα πληρώσαμε σε σμιγάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλωνιάτικο — το (συνήθως στον πληθυντικό) τα αλωνιάτικα [αλωνιάτης] η δαπάνη για το αλώνισμα, η αμοιβή τού αλωνιστή σε χρήμα, ή, συνηθέστερα, σε είδος … Dictionary of Greek